- πρωτόδικος
- η , ο [ος , ον ] относящийся к судье суда первой инстанции
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πρωτόδικος — η, ο, Ν (νομ.) 1. αυτός που υπάγεται στη δικαιοδοσία τού πρωτοδικείου («πρωτόδικη υπόθεση») 2. αυτός που προέρχεται από πρωτοδικείο («πρωτόδικη απόφαση»). επίρρ... πρωτόδικα Ν στο πρωτοδικείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + δικος (< δίκη), πρβλ.… … Dictionary of Greek
πρωτόδικος — η, ο 1. αυτός που δικάζει για πρώτη φορά: Πρωτόδικο δικαστήριο. 2. αυτός που εκδίδεται για πρώτη φορά από δικαστήριο: Πρωτόδικη απόφαση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… … Dictionary of Greek
Ραγκαβής — Επώνυμο παλιάς βυζαντινής οικογένειας, από την οποία καταγόταν και ο αυτοκράτορας Μιχαήλ A’ ο Ραγκαβές. Άλλα σημαντικά μέλη της οικογένειας αυτής ήταν: 1. Αλέξανδρος Ρίζος (Κωνσταντινούπολη 1809 – Αθήνα 1892). Ποιητής, συγγραφέας, πανεπιστημιακός … Dictionary of Greek